- αμαρτίγαμος
- ἁμαρτίγαμος, -ον (Α)αυτός που δεν κατόρθωσε να παντρευτεί, άγαμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτι- (< ἁμαρτάνω) + γάμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁμαρτιγάμων — ἁμαρτίγαμος failing of marriage masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek